Η οικονομική αναταραχή στην Ελλάδα έχει πείσει τους Έλληνες οινοπαραγωγούς ότι θα πρέπει να επικεντρωθούν στις εξαγωγές. Αυτό που προσφέρουν στην παγκόσμια αγορά είναι ένα εύρος καλοφτιαγμένων, οικονομικά προσιτών κρασιών, από σπάνιες ποικιλίες. Αυτά τα κρασιά είναι ακριβώς στα μέτρα των απαιτήσεων του σύγχρονου καταναλωτή.
Για όλους τους τυχερούς οινόφιλους ανά την υφήλιο που έχουν εκθέσει εαυτούς, στην απόλαυση που προσφέρουν τα σύγχρονα Ελληνικά κρασιά, είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μία ανερχόμενη δύναμη, μία οινοπαραγωγός χώρα που αξίζει να παρακολουθούν στενά στα χρόνια που έρχονται.
Και αν υπάρχουν ακόμα κάποιοι που συνδέουν την εικόνα του Ελληνικού κρασιού με την φτηνή ρετσίνα, είναι σίγουρο ότι δεν είναι ενήμεροι για την οινική επανάσταση που έχει λάβει χώρα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Καινούρια, δυναμικά οινοποιεία, αναβίωση γηγενών ποικιλιών και μεγάλη ποικιλομορφία από διαθέσιμα terroir, οδηγούν αυτή την εξέλιξη.
Μία και μόνη λέξη είναι αρκετή για να περιγράψει την σύγχρονη Ελληνική οινική βιομηχανία: δονούμενη. Η Ελλάδα αποτελεί πατρίδα για κάποια από τα πλέον ενδιαφέροντα κρασιά σε παγκόσμιο επίπεδο, φτιαγμένα από αυτόχθονες κυρίως ποικιλίες και οινοποιούς παθιασμένους με τη δουλειά τους. Ωστόσο σε όρους παγκόσμιας παραγωγής κατέχει πολύ μικρό μερίδιο.
Ο Ελληνικός αμπελώνας έχει έκταση περίπου 113000 εκτάρια, το 66% των οποίων είναι φυτεμένα με λευκές ποικιλίες, ενώ παράγουν μόλις το 2.5% της συνολικής Ευρωπαϊκής παραγωγής. Μέχρι πρόσφατα το 90% του κρασιού καταναλωνόταν από την εσωτερική αγορά και μόνο ένα μικρό ποσοστό προοριζόταν για εξαγωγές. Αυτό είναι κάτι το οποίο αλλάζει με γοργό ρυθμό και η Ελλάδα αυξανόμενα θεωρείται σε παγκόσμιο επίπεδο ως μία από τις πλέον ανερχόμενες δυνάμεις.
Η Ελλάδα με μια ματιά
Μόλις 25 με 30 χρόνια πριν, τα Ελληνικά κρασιά είχαν φτωχή ποιότητα και η αγορά κατακλυζόταν από οξειδωμένα λευκά, κακής ποιότητας ερυθρά και φτηνή ρετσίνα. Αυτά τα κρασιά έβρισκαν το δρόμο τους και στις εξαγωγικές αγορές, δημιουργώντας μία φτωχή εικόνα για το Ελληνικό κρασί στο εξωτερικό.
Γύρω στη δεκαετία του 80 ένας αριθμός μπουτίκ οινοποιείων άρχισε να ξεπροβάλλει από μία νέα γενιά οινοποιών με οινική εκπαίδευση, οι οποίοι και πρωτοστάτησαν στην αναγέννηση της οινικής βιομηχανίας. Ήδη τη δεκαετία του 90 η οινική σκηνή της χώρας είχε μία σαφέστατα δυναμική εξέλιξη. Τα πρώτα σημάδια της αναγέννησης άρχισαν σύντομα να γίνονται εμφανή.
Ο Κωνσταντίνος Στεργίδης, δημοσιογράφος οίνου και εκδότης της εφημερίδας Αμπελοτόπι έγραφε εκείνη την εποχή: ‘Πρόσφατα δύο εξαιρετικής ποιότητας κρασιά απελευθερώθηκαν στην αγορά, το κτήμα Γεροβασιλείου λευκό 1990 και το Ασπρολίθι 1990 του Άγγελου Ρούβαλη.Και τα δύο αυτά κρασιά σηματοδοτούν μία νέα εποχή για το Ελληνικό κρασί. Με τέτοια κρασιά η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό στις διεθνείς αγορές. Ας ελπίσουμε ότι πολλοί ακόμα μικροί παραγωγοί θα ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα’. Σήμερα αυτή η ποιότητα είναι μάλλον ο κανόνας παρά η εξαίρεση.
Περισσότεροι από 600 παραγωγοί έχουν εγκαθιδρύσει οινοποιεία, τα περισσότερα από τα οποία διαθέτουν την πιο σύγχρονη τεχνολογία και παράγουν κρασιά με έμφαση στην ποιότητα, τόσο από γηγενείς όσο και διεθνείς ποικιλίες.
Η ελληνική αγορά διαθέτει γύρω στις 3500 διαφορετικές ετικέτες κρασιού, οι οποίες υπογραμμίζουν την ποικιλομορφία, το βάθος και την διαφορετικότητα των Ελληνικών κρασιών. Νέα οινοποιεία, καινούρια πρόσωπα, ξεχασμένες από το χρόνο ποικιλίες και καινούριες ετικέτες κάνουν το ντεμπούτο τους κάθε χρόνο με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Με την βοήθεια υπερσύγχρονης τεχνολογίας στο οινοποιείο και παγκόσμια αναγνώριση από τους ειδικούς του κρασιού- ο Mark Squires και το Wine advocate δίνουν πολύ υψηλές βαθμολογίες στα Ελληνικά κρασιά- υπάρχει μεγάλη αισιοδοξία ανάμεσα στους Έλληνες οινοποιούς. ‘
Αυτό η ολοένα και αυξανόμενη αυτοπεποίθηση στο οινοποιείο, τους επιτρέπει να ασχοληθούν περισσότερο με το αμπέλι, να εκμεταλλευτούν τα διαθέσιμα terroirs και τις τεράστιες δυνατότητες που τους δίνει ο ανεξερεύνητος αριθμός αυτοχθόνων ποικιλιών που έχουν στα χέρια τους’, αναφέρει ο Κωνσταντίνος Λαζαράκης.
Ο Απόστολος Μούντριχας από το κτήμα Αβαντίς προσθέτει: ‘Αυτή τη στιγμή οι Έλληνες οινοποιοί επικεντρώνουν τις προσπάθειες τους στο αμπέλι. Μεγάλο ποσοστό των επενδύσεων που γίνονται αφορούν τις ενδιαφέρουσες γεύσεις των τοπικών ποικιλιών που αντιπροσωπεύουν το μέλλον του ελληνικού κρασιού.’
Ο Κωνσταντίνος Στεργίδης συμφωνεί αλλά είναι περισσότερο προβληματισμένος. Σίγουρα το επόμενο βήμα για το Ελληνικό κρασί είναι τα κρασιά terroir, αλλά δεν πρόκειται για εύκολο θέμα εξαιτίας της δομής του Ελληνικού αμπελώνα. Παρόλα αυτά τα πρώτα δείγματα από κρασιά βασισμένα στο terroir προέρχονται από μικρούς παραγωγούς, όπως ο Μύλος του Χατζηδάκη από τη Σαντορίνη ή η Σητεία από το οινοποιείο Οικονόμου στην Κρήτη.’
Μία νέα γενιά Ελλήνων οινοποιών έρχεται στο προσκήνιο. Οι περισσότεροι έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό, έχουν διάθεση για καινοτομία, βαθειά γνώση του αντικειμένου και μία διεθνή προσέγγιση πάνω στην οινοποίηση μαζί με εκπαιδευμένο ουρανίσκο. Πέρα από αυτά σέβονται την παράδοση και αναγνωρίζουν ότι οι πάνω από 300 γηγενείς ποικιλίες αποτελούν το μονοπάτι που θα τους οδηγήσει στην διάκριση.
Ανάμεσα τους ο Κωστής Δαλαμάρας, ο οποίος μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Βουργουνδία, ανέλαβε το οικογενειακό οινοποιείο Δαλαμάρα στη Νάουσα. Πρόσφατα ξεχώρισε από το περιοδικό Wines and Spirits ως ένα από τα 30 κορυφαίους νέους παραγωγούς κάτω των 30 ετών παγκοσμίως. Αν λάβει κάποιον υπόψη το γεγονός ότι μόλις τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ελληνική βιομηχανία οίνου ανέκαμψε, είναι αναμενόμενο ότι τα καλύτερα δεν έχουν έρθει ακόμα.
Το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον
Παρά την τεράστια βελτίωση σε θέματα ποιότητας, ο τομέας έχει επηρεαστεί αρνητικά από την οικονομική πίεση των τελευταίων ετών. Οι πωλήσεις εμφιαλωμένων κρασιών βρίσκονται σε κατακόρυφη πτώση και πολλές ετικέτες δυσκολεύονται να βρουν αγοραστές.
Την ίδια στιγμή υπάρχει μία σημαντική στροφή προς την κατανάλωση χύμα κρασιού. ‘Φαίνεται ότι η σχέση του μέσου καταναλωτή με το εμφιαλωμένο κρασί αποδείχτηκε αρκετά πιο εύθραυστη από όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε’ ανέφερε ο Νίκος Δελατόλλας, εκδότης του περιοδικού Food and Wine σε ένα πρόσφατο editorial του. Πολλοί από τους διανομείς αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, κάποιοι ήδη έχουν φαλιρίσει και αρκετοί αγωνίζονται για να επιβιώσουν.
Η εστιατορική σκηνή, η οποία πάντα ήταν στο επίκεντρο κριτικής για την τιμολογιακή πολιτική της απέναντι στο κρασί, έχει επηρεαστεί επίσης σε σημαντικό βαθμό. Οι Έλληνες βγαίνουν πλέον πιο αραιά έξω για φαγητό και οι περισσότεροι αναζητούν τα χαμηλότερης δυνατής τιμής κρασιά. Η αντίδραση από τον κλάδο είναι αρκετά αργή με τα εστιατόρια παρά την κρίση να εξακολουθούν να χρεώνουν ακριβά το κρασί.
Είναι φυσικό λοιπόν οι Έλληνες παραγωγοί να αντιμετωπίζουν τεράστιες προκλήσεις και η αντίδραση τους σε όλα αυτά θα καθορίσει το μέλλον την Ελληνικής οινικής βιομηχανίας. Ωστόσο δεν είναι τα πάντα ζοφερά.
Ο Markus Stolz γνωστός και μέσα από το blog του ως Elloinos , υποστηρίζει ότι ‘τώρα είναι η στιγμή για το Ελληνικό κρασί’. Αναφέρει ότι ολοένα και αυξανόμενα τα Ελληνικά κρασιά βρίσκουν τη θέση τους στις διεθνείς αγορές, ειδικά στις ΗΠΑ. ‘Οι καταναλωτές στην Αμερική διαθέτουν εκλεπτυσμένους ουρανίσκους και οι νέοι έχουν πάντα τη διάθεση να εξερευνήσουν και να διευρύνουν τους οινικούς τους ορίζοντες.
Τα Ελληνικά κρασιά ταιριάζουν τέλεια, αφού αποτελούν ένα νέο προϊόν για αυτούς’. Σύμφωνα με στατιστικά από την Ελληνική πρεσβεία στις ΗΠΑ οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί κατά 8.3% σε όγκο πωλήσεων και κατά 5.6% σε αξία το 2011. Επίσης η Σοφία Πέρπερα του All About Greek Wine, μίας εταιρείας που προωθεί το Ελληνικό κρασί στις ΗΠΑ, ψηφίστηκε ως μία από τις 100 κορυφαίες οινικές προσωπικότητες των Ηνωμένων Πολιτειών από το IntoWine.com.
Οι αγορές της Ασίας μαθαίνουν και εκείνες με την σειρά τους την αξία των Ελληνικών κρασιών. Ο συνεταιρισμός Vaeni στη Νάουσα και το κτήμα Τσέλεπου στην Πελοπόννησο κατάφεραν να συνάψουν μεγάλες εξαγωγικές συμφωνίες με την Κίνα.
Η Ινδία, η Ρωσία και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης γίνονται όλο και περισσότερο σημαντικές αγορές για το ελληνικό κρασί.
Στην Γερμανία, μία παραδοσιακή αγορά για την Ελλάδα, υπήρχε μία αύξηση 3.4% σε όγκο πωλήσεων και 2.7% σε αξία το 2010.
Αυτή η ώθηση στις εξαγωγές είναι μία πρόσφατη εξέλιξη, μια παρενέργεια της υφιστάμενης κρίσης. Για πολλά χρόνια, οι εξαγωγές δεν αποτελούσαν προτεραιότητα για τους Έλληνες παραγωγούς, ειδικά τους μικρότερους.
Οι τρεις μεγαλύτερες εταιρίες Τσάνταλης, Μπουτάρης και τα Ελληνικά Κελάρια Οίνου, κατείχαν το 50% της συνολικής εξαγωγικής δραστηριότητας. Αλλά καθώς η κρίση βαθαίνει, οι Έλληνες παραγωγοί κοιτούν όλο και περισσότερο προς τις εξαγωγικές αγορές.
Το οινοποιείο Μυλωνά έχει ήδη ξεκινήσει την δραστηριότητα του σε 6 διαφορετικές χώρες, παρά το μικρό όγκο παραγωγής του οινοποιείου. Ο Σταμάτης Μυλωνάς εκτιμάει ότι ‘από την συνολική παραγωγή των 20000 φιαλών του οινοποιείου το 2012, το 60% βρήκε το δρόμο του στις αγορές του εξωτερικού’. Για πρώτη φορά η Ελληνική κυβέρνηση βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση.
Ένα σημαντικό ορόσημο ήταν η δημιουργία της πρωτοβουλίας New Wines of Greece το 2010, μέρος του πολύ-αναμενομένου στρατηγικού σχεδίου για το Ελληνικό κρασί. Το επώνυμο εμφιαλωμένο κρασί αποκτάει ταυτότητα στις διεθνείς αγορές, τόσο για την αξία του, όσο και με την συσχέτιση του με την αυθεντικότητα την καινοτομία και τον οινοτουρισμό.
Και ενώ πράγματι η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί μεγάλες βιομηχανικής κλίμακας οινοπαραγωγικές χώρες όπως η Χιλή, σίγουρα μπορεί να εκμεταλλευτεί και να διαφοροποιηθεί στις παγκόσμιες αγορές μέσα από τον πλούτο των αυτοχθόνων ποικιλιών που διαθέτει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου